Anonymous

καλοπέδιλα: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλοπέδιλα]], τὰ (Α)<br />ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας [[κατά]] την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]], <i>τὸ</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>πέδιλα</i>, πληθ. του [[πέδιλον]], <i>τὸ</i>].
|mltxt=[[καλοπέδιλα]], τὰ (Α)<br />ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας [[κατά]] την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]], <i>τὸ</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>πέδιλα</i>, πληθ. του [[πέδιλον]], <i>τὸ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾱλοπέδῑλα:''' τά ([[κᾶλον]]), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την [[αγελάδα]] ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.
}}
}}