Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλοκαιρία: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλοκαιρία''': ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως [[καλοκαιρία]] ἑρμηνεύει τὸ [[εὐετηρία]]· - καλοκαιρίζω, [[διέρχομαι]] τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.
|lstext='''κᾰλοκαιρία''': ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως [[καλοκαιρία]] ἑρμηνεύει τὸ [[εὐετηρία]]· - καλοκαιρίζω, [[διέρχομαι]] τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.
}}
{{grml
|mltxt=και καλοκαιριά, η (AM [[καλοκαιρία]] Μ και καλοκαιριά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θερινή [[εποχή]], θερινές ημέρες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καλοκαιριά της Παπαντής, [[μαρτιάτικος]] [[χειμώνας]]» — ο [[καλός]] [[καιρός]] [[κατά]] τη [[ημέρα]] της Υπαπαντής προοιωνίζεται [[βαρύ]] χειμώνα [[κατά]] τον Μάρτιο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καλός]] [[καιρός]], [[νηνεμία]] («μα ' γώ [[θωρώ]] καλοκαιριά, [[μέρα]] σιγανεμένη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή [[κατάσταση]] τών πραγμάτων<br /><b>2.</b> ευτυχισμένη [[χρονιά]], [[χρονιά]] [[μεγάλης]] καρποφορίας<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ευετηρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. [[καλός]] [[καιρός]]», [[κατά]] τα αφηρ. θηλ. σε -<i>ία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοκαιρία Medium diacritics: καλοκαιρία Low diacritics: καλοκαιρία Capitals: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
Transliteration A: kalokairía Transliteration B: kalokairia Transliteration C: kalokairia Beta Code: kalokairi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐετηρία, Melamp.p.30 D., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1313] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοκαιρία: ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως καλοκαιρία ἑρμηνεύει τὸ εὐετηρία· - καλοκαιρίζω, διέρχομαι τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.

Greek Monolingual

και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά)
νεοελλ.
1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες
2. παροιμ. «καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» — ο καλός καιρός κατά τη ημέρα της Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο
νεοελλ.-μσν.
καλός καιρός, νηνεμία («μα ' γώ θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. καλή κατάσταση τών πραγμάτων
2. ευτυχισμένη χρονιά, χρονιά μεγάλης καρποφορίας
3. (κατά τον Ησύχ.) ευετηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλός καιρός», κατά τα αφηρ. θηλ. σε -ία].