καλοκαιρία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοκαιρία: ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως καλοκαιρία ἑρμηνεύει τὸ εὐετηρία· - καλοκαιρίζω, διέρχομαι τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.
Greek Monolingual
και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά)
νεοελλ.
1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες
2. παροιμ. «καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» — ο καλός καιρός κατά τη ημέρα της Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο
νεοελλ.-μσν.
καλός καιρός, νηνεμία («μα ' γώ θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. καλή κατάσταση τών πραγμάτων
2. ευτυχισμένη χρονιά, χρονιά μεγάλης καρποφορίας
3. (κατά τον Ησύχ.) ευετηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλός καιρός», κατά τα αφηρ. θηλ. σε -ία].