κατακεραστικός: Difference between revisions

19
(6_10)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]].
}}
}}