καταλαμπρύνω: Difference between revisions

19
(6_2)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλαμπρύνω''': [[λαμπρύνω]], [[φωτίζω]], τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.
|lstext='''καταλαμπρύνω''': [[λαμπρύνω]], [[φωτίζω]], τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλαμπρύνω]]) [[κατάλαμπρος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] πολύ λαμπρό.
}}
}}