καταλαμπρύνω

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαμπρύνω Medium diacritics: καταλαμπρύνω Low diacritics: καταλαμπρύνω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΡΥΝΩ
Transliteration A: katalamprýnō Transliteration B: katalamprynō Transliteration C: katalampryno Beta Code: katalampru/nw

English (LSJ)

make splendid, νεὼν κάλλει τε καὶ μεγέθει Procop. Aed.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπρύνω: λαμπρύνω, φωτίζω, τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.

Greek Monolingual

(AM καταλαμπρύνω) κατάλαμπρος
καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό.