καταφρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_5)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφρύσσω''': Ἀττ. -ττω, [[καταξηραίνω]], Γρηγ. Νύσσ.
|lstext='''καταφρύσσω''': Ἀττ. -ττω, [[καταξηραίνω]], Γρηγ. Νύσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταφρύσσω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταφρύγω]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καταφρύσσω: Ἀττ. -ττω, καταξηραίνω, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

καταφρύσσω (Α)
βλ. καταφρύγω.