καταξηραίνω

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξηραίνω Medium diacritics: καταξηραίνω Low diacritics: καταξηραίνω Capitals: ΚΑΤΑΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kataxēraínō Transliteration B: kataxērainō Transliteration C: kataksiraino Beta Code: katachrai/nw

English (LSJ)

dry up, Arist.GA772a12; θάλατταν LXX Jo.2.10:—Pass., Pl.Ti.76a, Arist.Mete.340b1.

German (Pape)

[Seite 1367] ausdörren, austrocknen; Plat. Tim. 75 e; Arist. Meteorl. 1, 3; κατεξηράνθαι S. Emp. adv. astrol. 62.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταξηραίνω [κατάξηρος] uitdrogen.

Russian (Dvoretsky)

καταξηραίνω: сушить, высушивать, pass. (inf. pf. κατεξηράνθαι) сохнуть, высыхать Plat., Arst., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

καταξηραίνω: ἐντελῶς ξηραίνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.

Spanish

producir sequía

Greek Monolingual

και καταξεραίνω (AM καταξηραίνω)
καθιστώ κάτι εντελώς ξηρό.

Léxico de magia

producir sequía ref. a Helios σὺ εἶ ὁ βροντῶν, ὁ βρέχων καὶ ἀστράπτων κατὰ τὸν καιρὸν καὶ καταξηράνας ὡσαύτως tú eres el que truena, el que llueve, el que relampaguea en su momento y el que produce la sequía de igual forma P VII 995