κνέφαλλον: Difference between revisions

20
(6_21)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνέφαλλον''': τὸ, [[ἔριον]] ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[κνέφαλλον]] σημαίνει [[στρῶμα]] ἢ [[προσκεφάλαιον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· [[κνάφαλλον]], γνάφαλλον ([[ἅπερ]], ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. [[τύλη]], καὶ [[ὡσαύτως]] [[γναφάλιον]].
|lstext='''κνέφαλλον''': τὸ, [[ἔριον]] ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[κνέφαλλον]] σημαίνει [[στρῶμα]] ἢ [[προσκεφάλαιον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· [[κνάφαλλον]], γνάφαλλον ([[ἅπερ]], ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. [[τύλη]], καὶ [[ὡσαύτως]] [[γναφάλιον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κνέφαλλον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[γνάφαλο]].
}}
}}