κρήιον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(6_21)
 
(21)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρήιον''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[κρεῖον]], [[εἶδος]] νυμφικοῦ πλακουντίου, Φιλέτ. παρ’ Ἀθην. 645D.
|lstext='''κρήιον''': τό, Ἰων. ἀντὶ [[κρεῖον]], [[εἶδος]] νυμφικοῦ πλακουντίου, Φιλέτ. παρ’ Ἀθην. 645D.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρήϊον]], τὸ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κρείον]].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κρήιον: τό, Ἰων. ἀντὶ κρεῖον, εἶδος νυμφικοῦ πλακουντίου, Φιλέτ. παρ’ Ἀθην. 645D.

Greek Monolingual

κρήϊον, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. κρείον.