3,277,242
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />sujet d’affliction.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />sujet d’affliction.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος και -ημάτου, το (Α [[λύπημα]], -ήματος) [[λυπώ]]<br /><b>1.</b> [[λύπη]], [[θλίψη]], [[πόνος]] («[[πολλά]] δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα του λυπημάτου» — λέγεται για όσους δυστυχούν εξαιτίας της υπερβολικής καλοσύνης τους, παροιμ.<br />β. «ᾗ δ' ἔχω, φίλαι, λυτήριον [[λύπημα]], τῇ δ' ὑμῑν φράσω», <b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |