3,277,719
edits
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος και -ημάτου, το (Α [[λύπημα]], -ήματος) [[λυπώ]]<br /><b>1.</b> [[λύπη]], [[θλίψη]], [[πόνος]] («[[πολλά]] δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα του λυπημάτου» — λέγεται για όσους δυστυχούν εξαιτίας της υπερβολικής καλοσύνης τους, παροιμ.<br />β. «ᾗ δ' ἔχω, φίλαι, λυτήριον [[λύπημα]], τῇ δ' ὑμῑν φράσω», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=-ήματος και -ημάτου, το (Α [[λύπημα]], -ήματος) [[λυπώ]]<br /><b>1.</b> [[λύπη]], [[θλίψη]], [[πόνος]] («[[πολλά]] δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα του λυπημάτου» — λέγεται για όσους δυστυχούν εξαιτίας της υπερβολικής καλοσύνης τους, παροιμ.<br />β. «ᾗ δ' ἔχω, φίλαι, λυτήριον [[λύπημα]], τῇ δ' ὑμῑν φράσω», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λύπημα:''' -ατος, τό ([[λυπέω]]), [[πόνος]], [[θλίψη]], [[άλγος]], [[πικρία]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |