λώδιξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(6_12) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λώδιξ''': -ῑκος, ἡ, [[σκέπασμα]], Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «[[ἱμάτιον]] ἐκπετάσας, [[τουτέστι]] λωδίκιον, [[εἴτε]] οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β. | |lstext='''λώδιξ''': -ῑκος, ἡ, [[σκέπασμα]], Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «[[ἱμάτιον]] ἐκπετάσας, [[τουτέστι]] λωδίκιον, [[εἴτε]] οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λῶδιξ]], -ικος, ἡ (Α)<br />[[κλινοσκέπασμα]], [[κουβέρτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] δάνεια από τη λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>dix</i> «[[κουβέρτα]], [[σκέπασμα]]», η οποία με τη [[σειρά]] της αποτελεί πιθ. κελτικό [[δάνειο]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λώδιξ: -ῑκος, ἡ, σκέπασμα, Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «ἱμάτιον ἐκπετάσας, τουτέστι λωδίκιον, εἴτε οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β.
Greek Monolingual
λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].