λῶδιξ
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
ῑκος, ἡ, blanket or counterpane, Lat. lodix, Peripl.M.Rubr. 24, BGU1564.8 (ii A.D.):—Dim. λωδίκιν prob. in ib.93.24 (ii/iii A.D.); λωδίκιον, Stud.Pal.20.67.26 (ii/iii A.D.), etc.; cf. λωτίκιον.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
sorte de tissu, de couverture grossière.
Étymologie: DELG emprunté au lat. lodix, lui-même pê empr. au celt.
Greek Monolingual
λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].