ματίς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(6_3)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματίς''': «[[μέγας]], ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.
|lstext='''ματίς''': «[[μέγας]], ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματίς]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]], ἐπὶ τοῡ βασιλέως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. [[λέξη]]<br />τήν συνδέουν με κελτ. τ. (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. <i>maith</i> «[[ωραίος]]», <span style="color: red;"><</span> <i>măti</i>-)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῡ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].