μεταδότις: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_12)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδότις''': -ιδος, ἡ, ἡ δαψιλῶς μεταδίδουσά τι, Ψευδο-Διονύσ. 589C.
|lstext='''μεταδότις''': -ιδος, ἡ, ἡ δαψιλῶς μεταδίδουσά τι, Ψευδο-Διονύσ. 589C.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταδότις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεταδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μεταδότις: -ιδος, ἡ, ἡ δαψιλῶς μεταδίδουσά τι, Ψευδο-Διονύσ. 589C.

Greek Monolingual

μεταδότις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μεταδότης.