μεταμελητικός: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμελητικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταμελούμαι]]<br />αυτός που μετανοεί.
}}
}}