μεταμελητικός
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
μεταμελητική, μεταμελητικόν, full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταμελητικός: полный раскаяния, раскаивающийся Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.
Greek Monolingual
μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.
Greek Monotonic
μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.
Middle Liddell
μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist. [from μεταμέλομαι