μεταμέλεια: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />changement d’avis, regret, repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />changement d’avis, regret, repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μεταμέλεια]], Α ιων. τ. [[μεταμελίη]])<br /><b>1.</b> [[αλλαγή]] γνώμης, σκοπού ή απόφασης<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]] για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («[[μεταμέλεια]] τε εὐθὺς τοῡ πεπραγμένου γίγνηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» — αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]] / <i>μεταμελοῦμαι</i> αναλογικά [[προς]] το [[επιμέλεια]]].
}}
}}