Anonymous

μεταμέλεια: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μεταμέλεια]], Α ιων. τ. [[μεταμελίη]])<br /><b>1.</b> [[αλλαγή]] γνώμης, σκοπού ή απόφασης<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]] για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («[[μεταμέλεια]] τε εὐθὺς τοῡ πεπραγμένου γίγνηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» — αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]] / <i>μεταμελοῦμαι</i> αναλογικά [[προς]] το [[επιμέλεια]]].
|mltxt=η (ΑM [[μεταμέλεια]], Α ιων. τ. [[μεταμελίη]])<br /><b>1.</b> [[αλλαγή]] γνώμης, σκοπού ή απόφασης<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]] για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («[[μεταμέλεια]] τε εὐθὺς τοῡ πεπραγμένου γίγνηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» — αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεταμέλομαι]] / <i>μεταμελοῦμαι</i> αναλογικά [[προς]] το [[επιμέλεια]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταμέλεια:''' ἡ, [[αλλαγή]] μιας επιδίωξης, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], σε Θουκ.· [[μεταμέλεια]] [[ἔχει]] με = [[μεταμέλει]] μοι, σε Ξεν.
}}
}}