μοναύλιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
(6_16) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοναύλιος''': -ον, [[μονήρης]], πρὸς τὸν [[μοναύλιον]] ἀπέκλινε Σουΐδ. ἐν λ. Λουκιανὸς ὁ [[μάρτυς]], πρβλ. Φιλόστ. 484Α. | |lstext='''μοναύλιος''': -ον, [[μονήρης]], πρὸς τὸν [[μοναύλιον]] ἀπέκλινε Σουΐδ. ἐν λ. Λουκιανὸς ὁ [[μάρτυς]], πρβλ. Φιλόστ. 484Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοναύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μόνος]] του, ο [[άγαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὔλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 201] allein lebend, einsam, βίος, Suid. v. Λουκιανός.
Greek (Liddell-Scott)
μοναύλιος: -ον, μονήρης, πρὸς τὸν μοναύλιον ἀπέκλινε Σουΐδ. ἐν λ. Λουκιανὸς ὁ μάρτυς, πρβλ. Φιλόστ. 484Α.
Greek Monolingual
μοναύλιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μόνος του, ο άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(o)- + αὔλιος (< αὐλή)].