μισγόνομος: Difference between revisions

25
(6_5)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισγόνομος''': γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ.
|lstext='''μισγόνομος''': γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισγόνομος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>φρ.</b> «[[μισγόνομος]] γῆ<br />γῆ βοσκήσιμος [[δημοσίᾳ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίσγω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
}}