μισγόνομος

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισγόνομος Medium diacritics: μισγόνομος Low diacritics: μισγόνομος Capitals: ΜΙΣΓΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: misgónomos Transliteration B: misgonomos Transliteration C: misgonomos Beta Code: misgo/nomos

English (LSJ)

γῆ public pasture-land, Hsch.

German (Pape)

[Seite 189] γῆ, Land mit gemischter Weide, Gemeinweide, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μισγόνομος: γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μισγόνομος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ
γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].