μόναπος: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />taureau sauvage, bison européen, auroch, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' mot péonien.
|btext=ου (ὁ) :<br />taureau sauvage, bison européen, auroch, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' mot péonien.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόναπος]] και [[μόναιπος]] ὁ (Α)<br />παιονική [[ονομασία]] για τον βόνασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>many</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>mana</i>- «[[χαίτη]]», λατ. <i>mon</i><i>ī</i><i>le</i>, «περιτραχήλιο» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μανιάκης]])].
}}
}}