Anonymous

μόναπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόναπος''': ὁ, Παιονικὸν [[ὄνομα]] τοῦ βονάσου [[ἤτοι]] ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. [[μόνωψ]], [[μόνωτος]].
|lstext='''μόναπος''': ὁ, Παιονικὸν [[ὄνομα]] τοῦ βονάσου [[ἤτοι]] ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. [[μόνωψ]], [[μόνωτος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />taureau sauvage, bison européen, auroch, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' mot péonien.
}}
}}