νωτιαῖος: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />du dos, dorsal.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]].
|btext=α, ον :<br />du dos, dorsal.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ νωτιαῑος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα [[νώτα]], [[δηλαδή]] στη σπονδυλική [[στήλη]] ανθρώπων και ζώων («[[νωτιαίος]] [[μυελός]]» — το [[τμήμα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό [[σωλήνα]] και αποτελεί [[συνέχεια]] του προμήκους μυελού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νωτιαία [[άκανθα]]» — το [[σύνολο]] τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων<br />β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στα μεσοσπονδύλια τμήματα<br />γ) «νωτιαία [[νεύρα]]» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό<br />δ) «νωτιαία [[φθίση]]» — η [[νωτιάδα]] [[φθίση]]<br />ε) «νωτιαία [[χορδή]]» — η [[νωτοχορδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπίσθιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νωτιαῑα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> / -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}