νωτιαῖος

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτιαῖος Medium diacritics: νωτιαῖος Low diacritics: νωτιαίος Capitals: ΝΩΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nōtiaîos Transliteration B: nōtiaios Transliteration C: notiaios Beta Code: nwtiai=os

English (LSJ)

νωτιαία, νωτιαῖον,
A spinal, νωτιαῖα ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El.841; νωτιαῖος μυελός = spinal marrow, spinal cord Hp.Aph. 5.18, Pl.Ti.74a; ὁ νωτιαῖος, without μυελός, Hp.Art.45; νωτιαία ἄκανθα Diog. Apoll.6.
2 λεπὶς νωτιαία back-plate, Ph.Bel.63.46.

German (Pape)

[Seite 273] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; μυελός, Rückenmark, Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du dos, dorsal.
Étymologie: νῶτος.

Russian (Dvoretsky)

νωτιαῖος: спинной (ἄρθρα Eur.; ἄκανθα Arst.; μυελός Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νωτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841· ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α· οὕτω καὶ ὁ νωτ., ἄνευ τοῦ μυελός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809· ν. ἄκανθα, Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νωτιαῖος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῖος, -αία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» — το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα και αποτελεί συνέχεια του προμήκους μυελού)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαία άκανθα» — το σύνολο τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων
β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται μέσα στα μεσοσπονδύλια τμήματα
γ) «νωτιαία νεύρα» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό
δ) «νωτιαία φθίση» — η νωτιάδα φθίση
ε) «νωτιαία χορδή» — η νωτοχορδή
αρχ.
1. οπίσθιος
2. φρ. «νωτιαῖα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιαῖος / -αῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].

Greek Monotonic

νωτιαῖος: -α, -ον (νῶτον), αυτός που ανήκει στην πλάτη, στα νώτα ή στη ράχη· νωτιαῖα ἄρθρα, ραχιαίοι, νωτιαίοι σπόνδυλοι, σε Ευρ.

Middle Liddell

νωτιαῖος, η, ον νῶτον
of the back or spine, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, Eur.

English (Woodhouse)

of the back, of the backbone, of the spine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀνήκει στά νῶτα). Ἀπό τό νῶτον (=πλάτη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.