νυκτολαμπίς: Difference between revisions

From LSJ

Μακρὸς γὰρ αἰὼν συμφορὰς πολλὰς ἔχει → Mala multa secum longa ferre aetas solet → Ein langes Leben bietet Leid in großer Zahl

Menander, Monostichoi, 351
(6_12)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτολαμπίς''': -ίδος, ἡ, ([[λάμπω]]) [[λύχνος]] [[νυκτερινός]], ἢ [[πυγολαμπίς]], Γλωσσ.
|lstext='''νυκτολαμπίς''': -ίδος, ἡ, ([[λάμπω]]) [[λύχνος]] [[νυκτερινός]], ἢ [[πυγολαμπίς]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτολαμπίς]], -[[ίδος]] ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[νυχτερινός]] [[λύχνος]]<br /><b>2.</b> [[πυγολαμπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λαμπίς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυγο</i>-<i>λαμπίς</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νυκτολαμπίς: -ίδος, ἡ, (λάμπω) λύχνος νυκτερινός, ἢ πυγολαμπίς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νυκτολαμπίς, -ίδος ἡ (Α)
1. νυχτερινός λύχνος
2. πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο-λαμπίς].