μυκτηριαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_14)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηριαστής''': ὁ, = [[μυκτηριστής]], Γλωσσ.
|lstext='''μυκτηριαστής''': ὁ, = [[μυκτηριστής]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυκτηριαστής]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μυκτηριστής]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριαστής: ὁ, = μυκτηριστής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μυκτηριαστής, ὁ (Α)
βλ. μυκτηριστής.