νηλιφής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(6_7)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηλιφής''': -ές, = [[ἀνηλιφής]], [[ἀνήλειπτος]], ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.
|lstext='''νηλιφής''': -ές, = [[ἀνηλιφής]], [[ἀνήλειπτος]], ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηλιφής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν έχει αλειφθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αλιφ</i>- μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του [[ἀλείφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μιλτ</i>-<i>ηλιφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηλιφής: -ές, = ἀνηλιφής, ἀνήλειπτος, ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.

Greek Monolingual

νηλιφής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -αλιφής (< αλιφ- μηδενισμένη βαθμίδα του ἀλείφω), πρβλ. μιλτ-ηλιφής].