νηλιφής
From LSJ
οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement
Greek (Liddell-Scott)
νηλιφής: -ές, = ἀνηλιφής, ἀνήλειπτος, ὁ μὴ ἀληλιμένος, μεταγεν.
Greek Monolingual
νηλιφής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει αλειφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -αλιφής (< αλιφ- μηδενισμένη βαθμίδα του ἀλείφω), πρβλ. μιλτηλιφής].