νομοφύλαξ: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύλακος (ὁ) :<br />gardien des lois, magistrat chargé de veiller à l’exécution des lois.<br />'''Étymologie:''' [[νόμος]], [[φύλαξ]].
|btext=ύλακος (ὁ) :<br />gardien des lois, magistrat chargé de veiller à l’exécution des lois.<br />'''Étymologie:''' [[νόμος]], [[φύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νομοφύλαξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ, Α σπαν. και ως θηλ. [[νομοφύλαξ]], ή)<br />[[φύλακας]], [[επιτηρητής]], [[τηρητής]] τών νόμων<br /><b>μσν.</b><br />το πολιτικό και εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] του χαρτοφύλακος, του αξιωματούχου που ήταν [[εντεταλμένος]] για τη [[φύλαξη]] τών νόμων του κράτους ή του πατριαρχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχων]] [[εντεταλμένος]] να επιτηρεί για την [[τήρηση]], για την ακριβή [[εκτέλεση]] τών νόμων<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί τον νόμο<br /><b>3.</b> [[κατώτερος]] [[υπάλληλος]] που είχε οικονομικά και αστυνομικά καθήκοντα και βρισκόταν υπό τον έλεγχο τών προϊσταμένων της κοινότητας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[νομοφύλαξ]] της οικίας»<br />(για [[γυναίκα]]) [[επόπτης]] της οικιακής τάξης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}