Anonymous

νομοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ [[φύλαξ]] τῶν νόμων· ἐν ταῖς ἀρχαίαις δημοκρατίαις [[ὄνομα]] ἄρχοντος τεταγμένου [[ὅπως]] ἐπιτηρῇ τὴν ἀκριβῆ ἐκτέλεσιν τῶν νόμων, Πλάτ. Νόμ. 755Α, 770C, κτλ.· ἡ ἀρχὴ τῶν νομοφυλάκων ἦν ἰδιάζουσα τοῖς ἀριστοκρατικοῖς πολιτεύμασι, οἱ μὲν νομοφύλακες ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 24· κατάλογοι αὐτῶν ὑπάρχουσιν ἐν Σπαρτιατικαῖς ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1237-58· ἐν Ἀθηναϊκαῖς, ἴδε Φιλόχορ. 141Β, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 129. 15. - [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Η΄, 102, «οἱ ἔνδεκα εἷς ἀφ’ ἑκάστης φυλῆς ἐγίνετο, καὶ γραμματεὺς αὐτοῖς συνηριθμεῖτο. νομοφύλακες δὲ κατὰ τὸν Φαληρέα μετωνομάσθησαν» κτλ.· - μεταφορ., [[ἐπόπτης]] τῆς οἰκιακῆς τάξεως, «νομίσαι οὖν ἐκέλευον τὴν γυναῖκα καὶ αὐτὴν νομοφύλακα τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ [[εἶναι]]» Ξεν. Οἰκ. 9, 15.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλησ. = [[χαρτοφύλαξ]], «ὁ [[χαρτοφύλαξ]] ἐπισκοπικῶν δικαίων, φροντιστὴς [[ἀξιόμαχος]]· οὕτω γὰρ καὶ [[νομοφύλαξ]] καλεῖται» Βαλσαμὼν περὶ Χαρτοφυλ. σ. 457, κλ.
|lstext='''νομοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ [[φύλαξ]] τῶν νόμων· ἐν ταῖς ἀρχαίαις δημοκρατίαις [[ὄνομα]] ἄρχοντος τεταγμένου [[ὅπως]] ἐπιτηρῇ τὴν ἀκριβῆ ἐκτέλεσιν τῶν νόμων, Πλάτ. Νόμ. 755Α, 770C, κτλ.· ἡ ἀρχὴ τῶν νομοφυλάκων ἦν ἰδιάζουσα τοῖς ἀριστοκρατικοῖς πολιτεύμασι, οἱ μὲν νομοφύλακες ἀριστοκρατικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 24· κατάλογοι αὐτῶν ὑπάρχουσιν ἐν Σπαρτιατικαῖς ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1237-58· ἐν Ἀθηναϊκαῖς, ἴδε Φιλόχορ. 141Β, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 129. 15. - [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Η΄, 102, «οἱ ἔνδεκα εἷς ἀφ’ ἑκάστης φυλῆς ἐγίνετο, καὶ γραμματεὺς αὐτοῖς συνηριθμεῖτο. νομοφύλακες δὲ κατὰ τὸν Φαληρέα μετωνομάσθησαν» κτλ.· - μεταφορ., [[ἐπόπτης]] τῆς οἰκιακῆς τάξεως, «νομίσαι οὖν ἐκέλευον τὴν γυναῖκα καὶ αὐτὴν νομοφύλακα τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ [[εἶναι]]» Ξεν. Οἰκ. 9, 15.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλησ. = [[χαρτοφύλαξ]], «ὁ [[χαρτοφύλαξ]] ἐπισκοπικῶν δικαίων, φροντιστὴς [[ἀξιόμαχος]]· οὕτω γὰρ καὶ [[νομοφύλαξ]] καλεῖται» Βαλσαμὼν περὶ Χαρτοφυλ. σ. 457, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ύλακος (ὁ) :<br />gardien des lois, magistrat chargé de veiller à l’exécution des lois.<br />'''Étymologie:''' [[νόμος]], [[φύλαξ]].
}}
}}