ξανθόουλος: Difference between revisions

27
(6_17)
(27)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθόουλος''': -ον, ὁ ἔχων οὔλην καὶ ξανθὴν κόμην, Λιβάν. 4. 1071, κατὰ τὸν Ἰακώψιον ἀντὶ τοῦ κανθόουλος.
|lstext='''ξανθόουλος''': -ον, ὁ ἔχων οὔλην καὶ ξανθὴν κόμην, Λιβάν. 4. 1071, κατὰ τὸν Ἰακώψιον ἀντὶ τοῦ κανθόουλος.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθόουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πυκνά]] και ξανθά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[οὖλος]] «[[σγουρός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>ουλος</i>)].
}}
}}