ξανθόουλος

German (Pape)

[Seite 275] blond gelockt, mit blondem, krausem Haare, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόουλος: -ον, ὁ ἔχων οὔλην καὶ ξανθὴν κόμην, Λιβάν. 4. 1071, κατὰ τὸν Ἰακώψιον ἀντὶ τοῦ κανθόουλος.

Greek Monolingual

ξανθόουλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πυκνά και ξανθά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + οὖλος «σγουρός» (πρβλ. καλλίουλος)].