ξηρόφθαλμος: Difference between revisions

27
(6_14)
(27)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηρόφθαλμος''': ὁ πάσχων ἐκ ξηροφθαλμίας, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
|lstext='''ξηρόφθαλμος''': ὁ πάσχων ἐκ ξηροφθαλμίας, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξηρόφθαλμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από [[ξηροφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οφθαλμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρ</i>-<i>όφθαλμος</i>].
}}
}}