ξηρόφθαλμος

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

German (Pape)

[Seite 279] mit trocknen Augen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρόφθαλμος: ὁ πάσχων ἐκ ξηροφθαλμίας, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ξηρόφθαλμος, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από ξηροφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -όφθαλμός (< οφθαλμός), πρβλ. υγρόφθαλμος].