ξηρόφθαλμος
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
German (Pape)
[Seite 279] mit trocknen Augen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόφθαλμος: ὁ πάσχων ἐκ ξηροφθαλμίας, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
Greek Monolingual
ξηρόφθαλμος, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από ξηροφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -όφθαλμός (< οφθαλμός), πρβλ. υγρόφθαλμος].