ξενοκρίτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενοκρίτης''': -ου, ὁ κριτὴς τῶν ξένων, Εὐστ. 897, 41, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 429. | |lstext='''ξενοκρίτης''': -ου, ὁ κριτὴς τῶν ξένων, Εὐστ. 897, 41, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 429. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξενοκρίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ξενοκρίται]]<br />οι [[ξενοδίκαι]]<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] αξιωματούχου στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαο</i>-<i>κρίτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ξενοκρίτης: -ου, ὁ κριτὴς τῶν ξένων, Εὐστ. 897, 41, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 429.
Greek Monolingual
ξενοκρίτης, ὁ (Α)
1. συν. στον πληθ. οἱ ξενοκρίται
οι ξενοδίκαι
2. τίτλος αξιωματούχου στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κρίτης (< κρίνω), πρβλ. λαο-κρίτης].