οἰησίσοφος: Difference between revisions

28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰησίσοφος''': -ον, ὁ οἰήσει [[σοφός]], ὁ νομίζων ἑαυτὸν σοφόν, [[δοκησίσοφος]], Κλήμ. Ἀλ. 454, 456˙ οἰησισοφία, ἡ, [[ἀλαζονεία]] ἐπὶ σοφίᾳ, [[δοκησισοφία]], Ἰω. Χρυσ. Χ, 35Β.
|lstext='''οἰησίσοφος''': -ον, ὁ οἰήσει [[σοφός]], ὁ νομίζων ἑαυτὸν σοφόν, [[δοκησίσοφος]], Κλήμ. Ἀλ. 454, 456˙ οἰησισοφία, ἡ, [[ἀλαζονεία]] ἐπὶ σοφίᾳ, [[δοκησισοφία]], Ἰω. Χρυσ. Χ, 35Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰησίσοφος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο [[δοκησίσοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴησις]] <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δοκησί</i>-<i>σοφος</i>)].
}}
}}