οἰησίσοφος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ον, wisein his own conceit, Ph.1.125, Procl.in Cra.p.67 P.
German (Pape)
[Seite 298] sich weise dünkend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰησίσοφος: -ον, ὁ οἰήσει σοφός, ὁ νομίζων ἑαυτὸν σοφόν, δοκησίσοφος, Κλήμ. Ἀλ. 454, 456· οἰησισοφία, ἡ, ἀλαζονεία ἐπὶ σοφίᾳ, δοκησισοφία, Ἰω. Χρυσ. Χ, 35Β.
Greek Monolingual
οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησίσοφος)].