Anonymous

ὀρφανεύω: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
|btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
{{grml
|mltxt=και αρφανεύω (Α [[ορφανεύω]]) [[ορφανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[ορφανός]], [[χάνω]] τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου<br /><b>2.</b> [[χάνω]] πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]] ορφανά [[παιδιά]], [[ανατρέφω]] ή [[επιτροπεύω]] ορφανά<br /><b>2.</b> <b>μσν.</b> <i>ορφανεύομαι</i><br />[[είμαι]] [[ορφανός]].
}}
}}