Anonymous

ὀρφανεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνεύω''': [[φροντίζω]] περὶ ὀρφανῶν, [[ἀνατρέφω]] ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ., = [[ὀρφανός]] εἰμι, εἶμαι [[ὀρφανός]], [[αὐτόθι]] 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.
|lstext='''ὀρφᾰνεύω''': [[φροντίζω]] περὶ ὀρφανῶν, [[ἀνατρέφω]] ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ., = [[ὀρφανός]] εἰμι, εἶμαι [[ὀρφανός]], [[αὐτόθι]] 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.
}}
{{bailly
|btext=élever un orphelin <i>ou</i> des orphelins ; <i>Pass.</i> être élevé comme orphelin, être orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
}}