πάλινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_2)
 
(30)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάλινος''': [[πήλινος]], Ἐπιχάρμου Ἀποσπ. 38.
|lstext='''πάλινος''': [[πήλινος]], Ἐπιχάρμου Ἀποσπ. 38.
}}
{{grml
|mltxt=[[πάλινος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[πήλινος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πάλινος: πήλινος, Ἐπιχάρμου Ἀποσπ. 38.

Greek Monolingual

πάλινος, -ον (Α)
βλ. πήλινος.