πήλινος
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον D.Chr.31.152: (πηλός):—of clay, ἀνδριὰς π. Arist.Metaph.1035a32; οἱ π. clay figures, D.4.26; τοῖχοι π. Plu. Dem.11; π. εἰκόνες D.Chr. l. c.; π. βωμός Com.Adesp.341; π. ὀξύ pointed nest of clay, built by the mason-bee, Arist.HA555a14; π. ἔργα PPetr.3p.143 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 610] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de boue ou d'argile;
2 fait en torchis.
Étymologie: πηλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήλινος -η -ον [πηλός] van klei.
Russian (Dvoretsky)
πήλῐνος: II ὁ глиняная фигура Dem.
глиняный (ἀνδριάς Arst.; ἔργα Luc.; στεγάσματα Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πήλινος, -ίνη, -ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ πηλός
κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ.
γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι
οι πήλινοι ανδριάντες
2. φρ. «πήλινον ὀξύ» — φωλιά από λάσπη που καταλήγει σε κωνική στέγη, φτιαγμένη από αγριομέλισσες ή άλλα έντομα.
Greek Monotonic
πήλινος: -η, -ον (πηλός), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, Λατ. fictilis, οἱ πήλινοι, οι πήλινες κατασκευές, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πήλῐνος: -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24.
Middle Liddell
πήλινος, η, ον πηλός
of clay, Lat. fictilis, οἱ πήλινοι clay figures, Dem.