παρακεκινδυνευμένως: Difference between revisions

30
(6_6)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακεκινδῡνευμένως''': Ἐπίρρ., διὰ τρόπου τολμηροῦ, ὁρμητικῶς, ῥιψοκινδύνως, Πλάτ. Νόμ. 752Β.
|lstext='''παρακεκινδῡνευμένως''': Ἐπίρρ., διὰ τρόπου τολμηροῦ, ὁρμητικῶς, ῥιψοκινδύνως, Πλάτ. Νόμ. 752Β.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με παρακινδυνευμένο τρόπο, [[πάρα]] πολύ τολμηρά, ριψοκίνδυνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρακεκινδυνευμένος</i> του [[παρακινδυνεύω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}