3,242,423
edits
(6_6) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακεκινδῡνευμένως''': Ἐπίρρ., διὰ τρόπου τολμηροῦ, ὁρμητικῶς, ῥιψοκινδύνως, Πλάτ. Νόμ. 752Β. | |lstext='''παρακεκινδῡνευμένως''': Ἐπίρρ., διὰ τρόπου τολμηροῦ, ὁρμητικῶς, ῥιψοκινδύνως, Πλάτ. Νόμ. 752Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με παρακινδυνευμένο τρόπο, [[πάρα]] πολύ τολμηρά, ριψοκίνδυνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρακεκινδυνευμένος</i> του [[παρακινδυνεύω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} |