παρακεκινδυνευμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. in a bold dashing style, Pl.Lg.752b.
German (Pape)
[Seite 482] adv. part. perf. pass. von παρακινδυνεύω, auf gewagte, kühne Art, Plat. Legg. VI, 752 c u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
παρακεκινδῡνευμένως: смело, решительно (ἀνδρείως καὶ π. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
παρακεκινδῡνευμένως: Ἐπίρρ., διὰ τρόπου τολμηροῦ, ὁρμητικῶς, ῥιψοκινδύνως, Πλάτ. Νόμ. 752Β.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με παρακινδυνευμένο τρόπο, πάρα πολύ τολμηρά, ριψοκίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκινδυνευμένος του παρακινδυνεύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].