παρανέομαι: Difference between revisions

31
(6_5)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανέομαι''': ἀποθ., [[παρέρχομαι]], [[διαβαίνω]] πλησίον, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 357.
|lstext='''παρανέομαι''': ἀποθ., [[παρέρχομαι]], [[διαβαίνω]] πλησίον, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 357.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πορεύομαι]], [[διαβαίνω]] [[κοντά]] ή [[δίπλα]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νέομαι]] «[[έρχομαι]]»].
}}
}}