παρανέομαι
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
go by or pass by, A.R.2.357, Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 491] daneben vorübergehen, -fahren, πολέας παρανεῖσθε κολωνούς, Ap. Rh. 2, 357.
Greek (Liddell-Scott)
παρανέομαι: ἀποθ., παρέρχομαι, διαβαίνω πλησίον, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 357.
Greek Monolingual
Α
πορεύομαι, διαβαίνω κοντά ή δίπλα από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νέομαι «έρχομαι»].