πενθητήριος: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne le deuil, de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πενθητήρ]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne le deuil, de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πενθητήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[πενθητήρ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο [[πένθος]] («[[πλόκαμον]]... πενθητήριον», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}