πενθητήριος

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθητήριος Medium diacritics: πενθητήριος Low diacritics: πενθητήριος Capitals: ΠΕΝΘΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: penthētḗrios Transliteration B: penthētērios Transliteration C: penthitirios Beta Code: penqhth/rios

English (LSJ)

α, ον, mourning, of mourning or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7; πενθητήριοι βόθροι = trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.

German (Pape)

[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθητήριος -α -ον [πενθητήρ] rouw-, ten teken van rouw.

Russian (Dvoretsky)

πενθητήριος: скорбный (πλόκαμος Aesch.).

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθοςπλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πενθητήριος: -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.

Middle Liddell

πενθητήριος, η, ον πενθέω
of or in sign of mourning, Aesch.